Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

Το αγαπημένο "ορθογώνιο" πιάνο της κυρίας Ώστεν


Την περίοδο της Αντιβασιλείας στην Αγγλία το πιο δημοφιλές όργανο ήταν, μαζί με την άρπα, το πιάνο φόρτε (pianoforte) που είχε διαδεχθεί στα σαλόνια της αριστοκρατίας και των αστών το μέχρι πρότινος κραταιό τσέμπαλο ή ελληνιστί αρπίχορδο (harpsichord).


Το πιάνο φόρτε εκείνης της περιόδου, πρόγονος του σημερινού μας πιάνου, απαντάνται συνήθως με ουρά (grand pianoforte) ακολουθώντας εξωτερικά τη μορφολογία του τσέμπαλου  αλλά και στην μικρή κομψή "ορθογώνια" μορφή (square pianoforte) που έλκει πιθανόν την καταγωγή της από το προγενέστερο κλαβίχορδο (clavichord), μια μικρή εκδοχή του τσέμπαλου και του σπινέτου που το χρησιμοποιούσαν κυρίως ως όργανο σύνθεσης και εξάσκησης. Το μικρό αυτό πιάνο είχε έκταση περίπου πέντε οκτάβων και ήχο αρκετά γλυκό και απαλό σε σχέση με το σύγχρονο πιάνο.
Οι ρίζες του "ορθογώνιου" πιάνο φόρτε  δεν είναι ξεκάθαρες. Η εφεύρεση του αποδίδεται πότε στον γερμανό Gottfried Silbermann κι άλλοτε στον ιταλό Frederici.  Στην εξέλιξη του συνεισέφεραν ιδιαίτερα ο γάλλος κατασκευαστής  Guillaume-Lebrecht Petzold  και ο αμερικανός (οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής είχαν από καιρό πάψει να θεωρούνται "αποικίες") Alpheus Babcock.



Το όργανο αυτό άρχισε να γίνεται ευρέως γνωστό από τα μέσα του 18ου αιώνα και μετά και παρέμεινε με διάφορες παραλλαγές και εξελίξεις μέχρι και τα μέσα του 19ου αιώνα (βικτοριανή περίοδος). Το μικρό και βολικό του μέγεθος το καθιστούσε εύχρηστο καθώς μπορούσε εύκολα να μεταφερθεί από το ένα δωμάτιο στο άλλο αλλά κυρίως να τοποθετηθεί, χωρίς να πιάνει αρκετό χώρο, στα πιο μικρά σαλόνια και δωμάτια μουσικής της ανερχόμενης αστικής τάξης που μάθαινε τα βλαστάρια της μουσική κατά τα πρότυπα της αριστοκρατίας. Ήταν κάτι αντίστοιχο με το σπινέτο της μπαρόκ περιόδου ή το όρθιο πιάνο στις μέρες μας, όργανα "οικιακής" χρήσης.


Στην Αγγλία το είδος αυτό του πιάνο φόρτε άρχισε να χρησιμοποιείται από το 1760 περίπου. Υπήρχαν πολλοί κατασκευαστές που πειραματίζονταν με νέες φόρμες και προσπαθούσαν να καινοτομήσουν, ανάμεσά τους ο διάσημος σκωτσέζος John Broadwood που κατασκεύασε το πρώτο του square pianoforte το 1771 στα πρότυπα εκείνων του Johann Christoph Zumpe. Στον Broadwood αποδίδεται μάλιστα και η δημιουργία των πρώτων πεντάλ. Ο Zumpe Είχε έρθει στην Αγγλία από την Γερμανία κατά τον Επταετή πόλεμο και  ήταν γνωστός στην αγγλική αγορά για τα προσιτά του πιάνα.  


Η Τζέην Ώστεν γνωρίζουμε πως λάτρευε την μουσική και ήξερε να παίζει αρκετά καλά το κλειδοκύμβαλο. Από μικρή είχε διδαχθεί μουσική στο Abbey School και έκτοτε μελετούσε κάθε πρωί για μισή ώρα πριν το πρόγευμα, ενώ αργότερα διασκέδασε τακτικά στις οικογενειακές συνάξεις των Ώστεν την ομήγυρη είτε τραγουδώντας με συνοδεία του πιάνου φόρτε της είτε παίζοντας  μικρές σονάτες και χορούς. Ευτυχώς διασώζονται ως τις μέρες μας αρκετές από τις παρτιτούρες της που ρίχνουν φως  στο μουσικό της γούστο. Αν και οι διάσημοι συνθέτες της εποχής ήταν οι Haydn, Clementi, Mozart & Beethoven η κυρία Ώστεν έδειχνε ενδιαφέρον για τραγούδια και συνθέσεις λιγότερο γνωστών μουσικών όπως οι Arne, Shield, Pleyel, Dibdin, Kotzwara, Piccinni, Sterkel, κα. Η ανιψιά της Καρολίνα περιγράφει τη θεία της ως άνθρωπο με φυσικό γούστο στη μουσική.
 

Αν και υπήρχαν αρκετοί εκδοτικοί μουσικοί οίκοι στο Λονδίνο την εποχή της Αντιβασιλείας η αγορα παρτιτούρων ήταν μονάχα για τους οικονομικά εύρωστους. Η πιο συνήθης τακτική ήταν η αντίγραφη.  Από τους οκτώ μουσικούς τόμους (1750-1810) που διασώζονται στο μουσείο του Τσώτον, τρεις είναι γραμμένοι στο χέρι και δύο εξ αυτών από την Ώστεν.Yπάρχουν 100 περίπου σελίδες από χειρόγραφες παρτιτούρες που η ίδια η Τζέην Ώστεν με επιμέλεια αντέγραψε και πρόσθεσε στη μουσική της συλλογή.

Χειρόγραφο της Τζ. Ώστεν του τραγουδιού
  "The Soldiers Adieu"του Dibdin.
Άλλαξε τον τίτλο σε "The Sailors Adieu" χάριν του ναυτικού αδελφού της.

Αν και λάτρευε τη μουσική τα περιορισμένα οικονομικά μέσα της οικογένειας Ώστεν δεν επέτρεπαν πάντα στην Τζέην την πολυτέλεια του δικού της μουσικού οργάνου. Όταν επέστρεψε από το σχολείο Κορασίδων που την είχαν στείλει αναγκάστηκαν να δανειστούν από μία θεία της έναπιάνο φόρτε για να εξασκείται μέχρι να καταφέρουν κάποια στιγμή να αγοράσουν το δικό τους. Επίσης γνωρίζουμε την έντονη δυσαρέσκειά της όταν ο εφημέριος πατέρας της αποφάσισε να αποσυρθεί το 1801 στο Μπαθ, αφήνοντας το πρεσβυτέριο του Στήβεντον στον ένα του γιο μαζί με την οικοσκευή και φυσικά το πιάνο της Τζέην που τελικά πωλήθηκε για 8.8 λίρες... Όταν η Τζέην επιτέλους εγκαταστάθηκε στην αγροικία του Τσώτον, χάρη στην μεγαλοθυμία του αδελφού της Sir Edward, δεν έκρυψε τη χαρά της για την απόκτηση ενός μικρού "ορθογώνιου" πιάνο φόρτε! Σε μια επιστολή προς την αδελφή της Κασσάνδρα στις 27 Δεκεμβρίου του 1808 γράφει:

"Ναι, ναι! Θα πάρουμε ένα πιάνο φόρτε. Τόσο καλό όσο μπορεί κάποιος να βρει στην τιμή των τριάντα γκινέων. Και θα κάνω εξάσκηση στους country dances ώστε να έχουμε λίγη διασκέδαση για τους ανιψιούς & τις ανιψιές μας όταν έχουμε την ευχαρίστηση της συντροφιάς τους!"
 

Το square pianoforte Clementi του 1810 στο Μουσείο του Τσώτον.
Αν και το αυθεντικό δε διασώζεται εντούτοις πιστεύεται πως το όργανο που ανήκε στην κυρία Ώστεν ήταν κάτι παρόμοιο.
 
Σε έναν κόσμο πολύ πριν την ανακάλυψη του ηλεκτρισμού η μουσική απόλαυση ήταν σπάνια. Αν ένα μέλος της οικογένειας έπαιζε κάποιο μουσικό όργανο ή τραγούδαγε υποφερτά εθεωρείτο ευτύχημα. Διαφορετικά η μοναδική μουσική προερχόταν από λαϊκές μπάντες ή επαγγελματίες αλλά ακριβούς μουσικούς (που προσελάμβανε συνήθως η αριστοκρατία) σε δημόσιες ή ιδιωτικές περιστάσεις. Οι νεαρές δεσποινίδες όταν αποφοιτούσαν από τα διάφορα σχολεία Κορασίδων έπρεπε να έχουν τελειοποιηθεί τουλάχιστον σε ένα μουσικό όργανο, συνήθως το πιάνο ή την άρπα. Η αριστοκρατία έθετε στην διάθεση των τέκνων της τους καλύτερους μουσικοδιδάσκαλους ενώ η μουσική εν γένει, μαζί με το χορό, εθεωρείτο ως ένα θέλγητρο για τους υποψήφιους μνηστήρες. Η Τζέην Ώστεν αναφέρεται με ειρωνία στις κυρίες που μετά το γάμο εγκαταλείπουν τη μουσική (βλ. την κυρία Έλτον στο Έμμα). Η ίδια η Τζέην Ώστεν μαθήτευσε δίπλα στον Dr. Chard, οργανίστα του Καθεδρικού Ναού του Γουίντσεστερ, για αρκετά χρόνια. Επίσης από μαρτυρίες των συγγενών της γνωρίζουμε πως διέθετε μια γλυκιά φωνή αλλά τραγουδούσε μονάχα σε οικογενειακές συγκεντρώσεις.


Η αγάπη της κυρίας Ώστεν για το πιάνο φόρτε κι εν γένει για τη μουσική διαφαίνεται έντονα και στο λογοτεχνικό της έργο. Στο Περηφάνεια & Προκατάληψη η Μαίρη & η Ελίζαμπεθ Μπένετ, οι αδελφές του κυρίου Μπίνγκλεϋ και η Τζορτζιάνα Ντάρσυ, παίζουν όλες τους το πιάνο φόρτε. Η Μαίρη Μπένετ μπορεί να υπερτερούσε τεχνικά από την αδελφή της αλλά η Ελίζαμπεθ τραγουδούσε με περισσότερη ζωντάνια κι έκφραση κατά την κυρία ΄Ωστεν. Επίσης ποιός ξεχνά τη δήλωση της Λαίδη Κάθριν Ντε Μπεργκ πως αν ποτέ μάθαινε μουσική, όπως και η κόρη της Άνν, θα ήταν φυσικά δεξιοτέχνις! Στο Πειθώ η Ανν Έλλιοτ τακτικά παίζει το πιάνο φόρτε για να διασκεδάσει τους δικούς της. Η Μάριαν Ντάσγουντ από το Λογική & Ευαισθησία εκφράζει τα ρομαντικά της αισθήματα μέσα από τα πλήκτρα του πιάνο φόρτε της. Στο Έμμα η Έμμα Γουντχάουζ παίζει πιάνο αλλά όχι τόσο καλά όσο η Τζέην Φέρφαξ που μάλιστα κάποια στιγμή αναφέρεται πως παίζει το "Robin Adair" μια μελωδία του G. Kiallmark που γνωρίζουμε πως έπαιζε και η ίδια η Ώστεν. Τα μυθιστορήματά της βρίθουν από μουσικές περιγραφές κι αναφορές τόσο δημόσιες (κονσέρτα, όπερα, χοροί) όσο και ιδιωτικές στα σαλόνια των ευγενών και των αστών ηρωίδων της.
 
Σατυρική χρωμολιθογραφία με θέμα την επιστροφή της κόρης του πλούσιου "αγρότη" από το Σχολείο Κορασίδων και την απαραίτητη επίδειξη του μουσικού της ταλέντου στους γείτονες...
 
Κατά τη διάρκεια μιας μουσικής βραδιάς την εποχή της κυρίας Ώστεν η μουσική που παιζόταν ήταν συνήθως κάποιο παραδοσιακό ιρλανδέζικο ή σκωτσέζικο air σε μεταγραφές του Haydn & του Beethoven, άριες από διάσημες όπερες, δημοφιλείς χοροί, και κλασσικές σονάτες. Στο ρεπερτόριο πολλές φορές περιλαμβάνονταν και τολμηρά ή σατυρικά τραγούδια του συρμού που οι "καθώς πρέπει" αγγλίδες δεσποινίδες επιτρεπόταν να τραγουδούν μονάχα με... σκωτσέζικη προφορά...



Απολαύστε μία συναυλία για πιάνο φόρτε και άρπα στο Μουσείο του Τσώτον!

 
Ó Αλέξανδρος Κεφαλάς  2013

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2013

Σιλουέτ στο ύφος της Αντιβασιλείας


                                          Το σιλουέτ μου κατά το ύφος της Αντιβασιλείας.
Μελάνι σε χαρτί Α. Κεφαλάς.

Όσοι από σας είσθε φανατικοί φίλοι των κινηματογραφικών & τηλεοπτικών μεταφορών των έργων της κυρίας Ώστεν, αλλά κι εν γένει των ταινιών εποχής, σίγουρα θα έχετε παρατηρήσει τα λεγόμενα πορτραίτα  σιλουέτς (portrait silhouettes) να κρέμονται στους τοίχους ή να βρίσκονται τοποθετημένα με χάρη στο γείσο των τζακιών των αριστοκρατικών και αστικών οικογενειών της Αγγλίας.


Το περίφημο σιλουέτ της ίδιας της Τζέην Ώστεν είναι επίσης ευρέως γνωστό και έχει αναπαραχθεί εμπορικά κατά χιλιάδες ανάτυπα πάνω σε σελιδοδείκτες, κούπες, pill boxes, mouse pads, μαξιλάρια, σημειωματάρια κι ό,τι βάζει του ανθρώπου ο νους για τους θαυμαστές της συγγραφέως...

Τί ήταν όμως τα σιλουέτς; Γενικά με τον όρο silhlouette στην τέχνη εννούμε τη μονοχρωματική συμπαγή απεικόνιση ενός ανθρώπου, πράγματος ή και ολόκληρου θέματος. Το εσωτερικό της απεικονίζόμενης φόρμας δεν έχει φυσικά χαρακτηριστικά όπως στην ζωγραφική και τοποθετείται, χάριν αντιθέσεως, σε φωτεινό συνήθως φόντο.



Τα μέσα που χρησιμοποιούσαν οι καλλιτέχνες ήταν τα εξής: I) ζωγραφική με μαύρη χρωστική (υδατογραφία, σινική μελάνι) σε ελεφαντοστό, χαρτι, γύψο και αντίστροφα σε γυαλί, II) το "αρνητικό" του θέματος κόβεται σε ανοιχτού χρώματος χαρτί και τοποθετείται σε σκούρο φόντο  συνήθως μαύρο (τεχνική hollow-cut) και III) με ελεύθερο χέρι το θέμα κόβεται σε μαύρο ή σκούρο χαρτί και επικολλάται σε ανοιχτό φόντο (τεχνική cut & paste). Στην πίσω όψη πολλές φορές υπάρχουν επιγραφές με τα ονόματα των απεικονιζόμενων και χρονολογίες (χρήσιμες πληροφορίες για τους μελετητές & τους συλλέκτες).

Αν και ο όρος στις μέρες μας χρησιμοποιείται για το περίγραμμα, πιθανόν τα πορτραίτα αυτού του είδους να πήραν την ονομασία τους από το διάσημο για τα αυστηρά μέτρα λιτότητας κατά τον Επταετή πόλεμο (1754-1763) Γάλλο Yπουργό Oικονομικών Étienne de Silhouette (1709-1767). Το όνομα υιοθετήθηκε υποτιμητικά επειδή ήταν ο πιο εύκολος και φθηνός τρόπος απεικόνισης κάποιου σε σχέση με τις μεγάλες ελαιογραφίες-προσωπογραφίες και τις μικρότερες υδατογραφίες-μινιατούρες που θεωρούνταν αντικείμενα πολυτέλειας και είχαν μεγάλη συνήθως αξία. Στο Περηφάνεια & Προκατάληψη όταν η Ελίζαμπεθ Μπένετ ξεναγείται στην πατρογονική αρχοντική έπαυλη του  κύριου Ντάρσυ, το Πέμπερλυ, η οικονόμος της δείχνει με περηφάνεια πρώτα μία μικρή μινιατούρα του αφέντη της κι έπειτα το πορτραίτο του στη μεγάλη σάλα κρεμασμένο ανάμεσα σ' εκείνα των προγόνων του. Η αναφορά δεν είναι τυχαία αφού θέλει να υποδηλώσει το κοινωνικό του status. Τα σιλουέτς ήταν δημοφιλή κυρίως στην αστική τάξη καθώς ήταν αρκετά οικονομικά και προσιτά.

Αν και ο όρος υπήρχε ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα εντούτοις χρησιμοποιήθηκε για τα μικρά αυτά πορτραίτα κατά το 19ο αιώνα. Μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα (την περίοδο δλδ που έζησε και πέθανε η Τζέην Ώστεν) αναφερόντουσαν στην τεχνική αυτή ως "προφιλ" (profiles) και "σκιές" (shades).

 


Τα πορτραίτα αυτά γίνονταν σχεδόν πάντα σε προφίλ προτομή (bust) και δωρίζονταν ως δώρα γεννεθλίων, επετείων, μνηστείας-γάμου, αναμνηστικά ενηλικίωσης, θανάτου κοκ. Σε ολόκληρη την Αγγλία υπήρχαν εξειδικευμένοι καλλιτέχνες που μπορούσαν μέσα σε λίγα λεπτά να φτιάξουν ένα σιλουέτ. Γύρω στα 1800 ο πιο γνωστός ζωγράφος σιλουέτς  John Miers (1756–1821) διατεινόταν πως μπορούσε να δημιουργήσει ένα πορτραίτο μέσα σε τρία λεπτά εκ του φυσικού μονάχα για μισή κορώνα! Οι συλλέκτες σήμερα πληρώνουν φυσικά κάτι παραπάνω... Πολλές φορές ο καλλιτέχνης τόνιζε λεπτομέρειες στην ενδυμασία και την κόμμωση χρησιμοποιώντας γκρίζες, κίτρινες ή και χρυσές φωτοσκιάσεις και τονικότητες αν και κατά παράδοση τα περισσότερα ήταν σχεδόν πάντα μαύρα. Το μέγεθος ήταν μικρό, ώστε να χωράνε σε μενταγιόν ή δαχτυλίδια, και 3-5 ίντσες όταν προοριζόταν για κορνίζα. Οι κορνίζες που επέλεγαν ποικίλουν αλλά ο πιο συνηθισμένος τρόπος έκθεσης ήταν σε ξύλινες οβάλ ή ορθογώνιες κορνίζες από έβενο ή ακόμα και πεπιεσμένο χαρτόνι (papier mache) με μπρούτζινες διακοσμήσεις (πιο συνηθισμένο μοτίβο ήταν το βελανίδι στην κορυφή).

Εκτός από τους επαγγελματίες καλλιτέχνες υπήρχαν βεβαίως και οι ερασιτέχνες (καλή ώρα...). Ο καθένας που είχε κάποια επιδεξιότητα είτε στο σχέδιο είτε στο κόψιμο μπορούσε να δημιουργήσει ένα σιλουέτ. Τα σύνεργα που χρειαζόταν ήταν ένα κερί ή μία εστία φωτός κοντά στο πρόσωπο του απεικονιζόμενου ώστε να προβάλλεται το περίγραμμά του στο χαρτί, που κολλούσαν συνήθως πίσω του στον τοίχο.  Αφου αντέγραφε ουσιαστικά το περίγραμμα δεν είχε μετά παρά να το χρωματίσει ή να το κόψει. Το 1775 η μηχανική εφεύρεση του παντογράφου (pantograph) επέτρεπε τη μεγέθυνση ή σμίκρυνση των σχεδίων αυτών που είχαν δημιουργηθεί σε φυσικό μέγεθος. Η ενασχόληση με τη δημιουργία των σιλουέτς ήταν τόσο του συρμού την περίοδο της Αντιβασιλείας που διοργανώντουσαν μάλιστα και τα λεγόμενα shade parties. Σιλουέτς των μελών της οικογένειας Ώστεν διασώζονται ως τις μέρες μας.


Δύο σιλουέτς της οικογένειας Ώστεν.

Ένας φθηνός αλλά τόσο κομψός τρόπος για να απαθανατιστείς ή να βλέπεις τους αγαπημένους σου τα χρόνια πριν την ανακάλυψη και διάδοση της φωτογραφίας, δε συμφωνείτε;


Όταν είσαι ωστενοκολλημένος και σου αρέσουν και τα τατουάζ το σιλουέτ της κυρίας Ώστεν είναι μια καλή ιδέα επίσης!

Ó Αλέξανδρος Κεφαλάς  2013